DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
skä̀rning n ~en ~ar
gen. λογικό γινόμενο
fish.farm. μέθοδος κοπής
forestr., industr., construct. τμήμα καθαρής επιφάνειας
industr. τεμαχισμός m; τόρνευση
industr., construct. αποκοπή
stat. τομή; τομή "επί της αρχής"; τεταγμένη επί την αρχή; τεταγμένη επί της αρχής
transp. γεωλογική τομή; έκχωμα; όρυγμα
transp., construct. εκχωμάτωσις,υλικό εκχωματώσεως