DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sjö́fart n ~en
econ. θαλάσσια ναυσιπλοΐα
environ. ναυσιπλοΐα; πλοήγηση; ναυσιπλοΐα/πλοήγηση
transp., nautic. θαλάσσιες μεταφορές