DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sigíll [sigil´ el. sijil´] n ~et; pl. ~
environ. στοιχείο στεγανοποίησης; επικάλυψη; στοιχείο στεγανοποίησης/επικάλυψη
fin., polit., commun. σφραγίδα ταχυδρομικής αποστολής
industr., construct., met. μαρκάρισμα εν θερμώ