DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sìktning n ~en ~ar
environ. σάρωση; διαλογή/κοσκίνισμα/σάρωση/ανίχνευση/διερεύνηση/θωράκιση
pharma., mater.sc., chem. κοσκίνισμα f