DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sìdovägg n
construct. ορθοστάτης; τοίχος ποδός
industr. άνω δομή κλιβάνου
transp. πλευρικό τοίχωμα
sidoväggar n
mech.eng., el. πλευρικά τοιχώματα