DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
shunt n ~en ~ar
el. διακλάδωση; σύνδεση εν παραλλήλω; παράλληλη αντίσταση
IT, el. παράλληλος αντιστάτης
mech.eng., el. μηχανή παράλληλης διέγερσης