DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
separering n ~en ~ar
agric. αποκορύφωση γάλακτος
construct. απόμιξη
environ. διαχωρισμός m; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση m; διαλογή
transp. αποχωρισμός m