DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
separation n ~en ~er
chem. αναλυτικός διαχωρισμός
earth.sc., mech.eng. έλλειψη αναμιξιμότητας; στέρηση αναμιξιμότητας; αποκόλληση
environ. διαλογή; διαχωρισμός m; διαχωρισμός/αποχωρισμός/διαλογή/αποκόλληση m
med. απόζευξη; διάζευξη
transp. αποχωρισμός m