DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sensor n ~n ~er [-o´r-]
gen. ανιχνευτήρας f; αισθητήριο όργανο; όργανο αντιλήψεως
environ. ανιχνευτής m; αισθητήρας f; αισθητήριο; αισθητήριο όργανο