DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
seméster [-es´ter] n ~n semestrar
gen. εξάμηνο m
econ. διακοπές m
environ. αργία; άδεια; εορτή; αργία/άδεια/εορτή/διακοπές
law, lab.law. άδεια αναψυχής; ετήσια άδεια; ετήσια άδεια αναψυχής