DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sektión n ~en ~er
gen. ειδικευμένο τμήμα
energ.ind. τομέας f
hobby, transp. φάτνωμα αλεξίπτωτου
IT τμήμα f
transp. φάτνωμα αερόστατου