DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sedimént [-men´t] n ~et; pl. ~
chem. κατακάθισμα f
earth.sc. απόθεσις; ιζηματαπόθεσις m; ιζηματογένεσις m; προσχωματικόν ίζημα; προσχωματικόν υλικόν
environ. ίζημα; προσχωματικό υλικό; ίζημα/προσχωματικό υλικό