DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
série [se´rie] n ~n ~r
commun. συλλογή
math. σειρά; στατιστικές σειρές
stat. σειρά; στατιστικές σειρές
tech., mater.sc., el. μηχανή διέγερσης σειράς