DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sèdlar n
account. τραπεζογραμμάτια f
econ. πιστωτικό χρήμα
fin. ακάλυπτο χρήμα; παραστατικό χρήμα; χαρτονόμισμα f; χρήμα ευχερώς υποκείμενο σε μεταβολές της αγοραστικής του δύναμης
sédel [se´del el. se`del] n ~n sedlar
gen. χαρτονόμισμα f
fin. τραπεζογραμμάτιο