DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
schablón [-o´n el. -å´n] n ~en ~er
industr., construct. οδηγός εφαρμογής σκίτσων
industr., construct., mech.eng. μήτρακαλούπικαμπυλώσεως f
industr., construct., met. διάτρητο φύλλο
mater.sc. πρότυπο φύλλο