DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sax n ~en ~ar
forestr. λαβίδα; τσιμπίδα f
industr., construct. ξακριστήρες f
industr., construct., met. ψαλίδι m
met. μηχανικό εργαλείο που εργάζεται διά διατμήσεως