DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sanéring n ~en ~ar
agric. εξάλειψη προσβολής
construct. ανασυγκρότηση; ανάπλαση
econ. εξυγίανση
environ. απολύμανση; ραδιενεργός απορρύπανση; ραδιοαπολύμανση; υγιεινή; εξυγίανση-απορρύπανση εγκαταλειμμένων χώρων διάθεσης; αστικό σύστημα αποχέτευσης; διάθεση ακαθάρτων νερών; διάθεση απορριμμάτων; οικιστικό σύστημα αποχέτευσης; ραδιενεργός απορρύπανση/ραδιοαπολύμανση; εξυγίανση/υγιεινή
health. εξάλειψη εντόμων και τρωκτικών
health., environ. απολύμανση από ραδιενέργεια; διάβρωση