DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sandning n ~en ~ar
transp., construct. αμμοδιασπορά; επίστρωση με άμμο
sä̀ndning n ~en ~ar
gen. αποστολή
health., transp. παρτίδα f
IT εκπομπή
transp. ενιαία μεταφορά εμπορευμάτων μιας φορτωτικής; εμπορευματική μεταφορά με ενιαία φορτωτική