DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
samråd n ~et; pl. ~
environ. διαβούλευση; γνωμοδότηση; διάλογος m; ιατρική επίσκεψη; διαβούλευση/διάλογος/ιατρική επίσκεψη/γνωμοδότηση
forestr. συμβουλή f