DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sammandrag n ~et; pl. ~
commun. περίληψη
fin. συγκεντρωτικές καταστάσεις
forestr. σύνοψη
industr. συνοπτική περιγραφή
work.fl., IT συνεπτυγμένη έκδοση