DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
samlingskonto n
account. λογαριασμός για την ταυτόχρονη διεξαγωγή πολλών χρηματιστηριακών συναλλαγών
market. συλλογικός λογαριασμός; γενικός λογαριασμός