DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sambandsman n ~nen; pl. -män, best. pl. -männen
gen. εμπειρογνώμων σύνδεσμος
immigr. υπάλληλος-σύνδεσμος; αξιωματικός σύνδεσμος
sambandsmän n
gen. αξιωματικός σύvδεσμoς