DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
samägande n ~t ~n
demogr. ιδιοκτησία f; οριζόντια συνιδιοκτησία; κάθετη συνιδιοκτησία
stat., construct. συγκυριότητα μεσοτοιχίας-μάνδρας