DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sakkunskap n ~en ~er
gen. τεχνογνωσία f
ed., commun., tech. εμπειρογνωμοσύνη; εμπειρογνωσία; πραγματογνωμοσύνη
ed., industr. τεχνικές γνώσεις
law, lab.law. εξειδικευμένη γνώση