DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sàmverkan n
commun. συνεργασία f
comp., MS διαλειτουργικότητα f
construct. σύνθετος ενέργεια; σύνδεσμος μεταξύ χάλυβα και σκυρόδεμα
environ. συνεργία f; συνεργισμός/συνεργία m
law, fin. αθέμιτη σύμπραξη