DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sàmmansättning n ~en ~ar
agric. σύνθεσις m
chem. χημική σύνθεση
comp., MS σύνθεση; συγκρότηση
industr. διεργασία συναρμολογήσεως
IT Συνδυασμός m
law σύσταση m
pharma. μορφοποίηση