DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
sök n ~et; pl. ~
gen. αναζήτηση
Sök n
comp., MS Αναζήτηση; Κουμπί αναζήτησης
sö̀ka v
gen. αναζητώ
comp., MS εύρεση; αναζητώ, κάνω αναζήτηση