DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sö̀kare n ~n; pl. ~, best. pl. sökarna
commun. κλησιθήρας; ερευνητής κλήσεων
earth.sc. επαφέας; κεφαλή δοκιμής
earth.sc., life.sc. τηλεσκόπιο στόχευσης
el. θηρευτικός επιλογέας