DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
sö̀kande n ~t
gen. καταθέτης αίτησης κοινοτικού σήματος; αιτών; έρευνα; διεκδικητής m
econ. ο προτείνων
lab.law. αιτών f
law, commun. πρoσφεύγωv; αιτούντες f
polit., law, insur. αναιρεσείων m
transp., avia. υποψήφιος
sö̀ka v
gen. αναζητώ
comp., MS εύρεση; αναζητώ, κάνω αναζήτηση