DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective
sår n ~et; pl. ~
gen. τραύμα f; πληγή
v
gen. έτσι
agric. σπέρνω; σπείρω
comp., MS φύτρο
SAR adj.
transp. έρευνα και διάσωση