DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sågtimmer form.
agric., industr., construct. πριστή ξυλεία,χονδροξυλεία
forestr. στρογγύλη ξυλεία; κορμοτεμάχιο; "βουβά"; στρογγύλη ξυλεία για πρίση (βουβά)
industr., construct. πριστή ξυλεία