DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
säkerhetsobjekt n
commun., IT αντικείμενο ασφάλειας
comp., MS αρχή ασφαλείας
IT, dat.proc. αντικείμενο διασφάλισης; κανονισμός διασφάλισης για το χειρισμό δεδομένων