DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sä̀ttning n ~en ~ar
chem., met. τράβηγμα f
coal. περιοχή καθιζήσεων λόγω εξορύξεων
industr., construct. μόνιμη παραμόρφωση λόγω συμπιέσεως
mater.sc., construct. καθίζηση; κατάρρευση
transp., avia. επαφή τροχών α/φους στο έδαφος κατά την προσγείωση; σημείο επαφής με το διάδρομο/Έγγρ.4444
transp., construct. στερεοποίηση