DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sä̀nkning n ~en ~ar
gen. βύθισμα
earth.sc. καθίζηση
industr., construct., met. κάμψη με μαλάκυνση
law, social.sc. μείωση
sänknings- n
med. εγκύστωσις