DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sä̀ndare n ~n; pl. ~, best. pl. sändarna
commun. ενθέμιο συσκευής πομπού
IT μεταδότης m; οντότητα-αποστολέας f; αποστολέας f
work.fl. εκπομπός; πομπός m
work.fl., IT επικοινωνητήρας f; επικοινωνητής m