DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
sä̀kring n ~en ~ar
chem. τηκτή ασφάλεια
chem., mech.eng. τούβλο ασφάλειας
commun. γνώρισμα γνησιότητας; χαρακτηριστικό ασφάλειας
commun., el. ασφάλεια τήξης
el. ασφάλεια; σύστημα εκπυρσοκρότησης
fin. πράξη κάλυψης; κάλυψη κινδύνου υποτίμησης
forestr. ασφάλεια βραδείας τήξεως
transp., avia. ασφάλιση