DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
rýmd n ~en ~er
gen. χώρος m
environ. διάστημα f; διάστημα διαπλανητικός χώρος
rýmd- n
transp., avia. αεροδιάστημα f
rỳmma v
gen. περιέχω