DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rỳgg n ~en ~ar
gen. πλάτη
agric. ανάχωμα f; πρόχωμα
agric., food.ind. θωρακοσφυική χώρα
agric., mech.eng. πτέρνη
commun. ράχη βιβλίου; ραχοκοκκαλιά
earth.sc. ασεισμική ράχη; ράχη
transp. νωτιαίος; ραχιαίος