DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rutnät n ~et; pl. ~
construct. κάνναβος; ιπποδάμεια χάραξη οδικού δικτύου; ορθογώνια χάραξη; χάραξη οδών επί ορθογωνικού κανάβου
earth.sc., life.sc. δίκτυο ελέγχου
geogr. τετραγωνισμός m
stat. πλέγμα