DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
rùlle n ~n rullar
gen. ρολό
chem., mech.eng. ρολλό
construct. εφέδρανο-κύλιση
earth.sc., mech.eng. ράουλο; τρόχιλος m
industr., construct. μπομπίνα f
tech., industr., construct. ρόλος χαρτιού
transp. έλκυστρο m; κυλινδρίσκος; οδοστρωτήρας f
rullar v ~de ~t
agric., industr., construct. κύλινδρος ελεύθερης κύλισης
rùlla v
chem., met. βαφή με ρολλό
comp., MS κυλώ
industr., construct. τυλίγω
IT εκτυλίσσω; ξετυλίγω