DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rùtten n
forestr. σάπιο; σαπισμένο
med. σάπιος; σαπισμένος
rùtt n ~en ~er
gen. πορεία m
forestr. δρόμος m
transp. δρομολόγιο m
transp., avia. διαδρομή