Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Swedish
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Greek
Irish
Italian
Japanese
Lithuanian
Polish
Portuguese
Russian
Slovene
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
rùllning
n ~en ~ar
IT, dat.proc.
κύλισμα
;
πανοράμιση
mater.sc.
ελικοειδής συστροφή
;
κατσάρωμα
f
met.
περιστροφή περί τον διαμήκη άξονα
tech., industr., construct.
περιτύλιξη
m
;
μπομπινάρισμα
textile
περιέλιξη σε κυλινδρικό ρολό
;
τύλιγμα
f
transp., el.
κυλίω
;
κυλώ
;
πορεία με κεκτημένη ταχύτητα
;
πορεία με κλειστό ρυθμιστή
transp., nautic., fish.farm.
διατοίχιση
;
διατοιχισμός
m
;
μπότζι
κν.
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Add
|
The server is undergoing maintenance and the site is working in read-only mode. Please check back later.">
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips