DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rùllning n ~en ~ar
IT, dat.proc. κύλισμα; πανοράμιση
mater.sc. ελικοειδής συστροφή; κατσάρωμα f
met. περιστροφή περί τον διαμήκη άξονα
tech., industr., construct. περιτύλιξη m; μπομπινάρισμα
textile περιέλιξη σε κυλινδρικό ρολό; τύλιγμα f
transp., el. κυλίω; κυλώ; πορεία με κεκτημένη ταχύτητα; πορεία με κλειστό ρυθμιστή
transp., nautic., fish.farm. διατοίχιση; διατοιχισμός m; μπότζικν.