DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rùllager n -lagret; pl. ~, best. pl. -lagren
forestr. κυλινδρικά έδρανα
mech.eng. έδρανο κύλισης; έδρανο με ρουλεμάν; ρουλεμάν
mech.eng., construct. εφέδρανο ενός κυλίνδρου; εφέδρανο με κυλίνδρους
transp., construct. εφέδρανον κυλίσεως