DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rùlla v
chem., met. βαφή με ρολλό
comp., MS κυλώ
industr., construct. τυλίγω
IT εκτυλίσσω; ξετυλίγω
rullar v ~de ~t
agric., industr., construct. κύλινδρος ελεύθερης κύλισης