DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rùggning n ~en ~ar
life.sc., anim.husb. αλλαγή του πτερώματος
met. τράχυνση
textile λανάρισμα; ξάσιμο; ξύσιμο; φινίρισμα τσόχας μπιλιάρδου; χνούδιασμα