DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
rotskott n ~et; pl. ~
agric. παραφυάδα f; στόλωνκαθ. f; φυντάνι; άγριοι βλαστοί; βλαστοί προερχόμενοι από το υποκείμενο του εμβολιασμού
forestr. ριζοβλάστημα f
nat.sc. παραβλάστημα f (sarmentum); παραφυάς (sarmentum); ριζοβλάστημα f (sarmentum)