DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | noun | adjective
rost [rås´t] n ~en ~ar
gen. σκωρία,κν.σκουριά f
agric. οξείδωση
construct. εσχάρα αρμού
industr., construct., met. "ποτέ" m; "ροσέτο"; οξείδιο σιδήρου λείανσης
met. σκουριά
tech., industr., construct. σχάρα f
rö̀st n ~en ~er
gen. ψήφος; φωνή m
ròsé adj.
agric., food.ind. κοκκινέλι; κρασί ροζέ; οίνος ροζέ