DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
robusthet [robus´t- el. robus`t-] n ~en
IT επαναστατικότητα συστήματος; ευρωστία m
nat.sc. ανθεκτικότητα f
stat. ανθεκτικότητα ή ευρωστία