DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
noun | verb
rótor n ~n ~er [-o´r-]
chem. πτερύγιο μαλακτήρα
energ.ind., industr. περιστρεφόμενη μηχανή
IT, life.sc. νέφος κύματος όρους; ρότορ m
mech.eng., el. δρομέας f; ρότορας f
transp. δευτερεύων m
rotord v
gen. ριζική λέξη