DictionaryForumContacts

   Swedish
Google | Forvo | +
ròtstock n ~en ~ar
agric. κορμοτεμάχιον βάσεως; κορμοτεμάχιον στελέχους; πρεμνιαίον κορμοτεμάχιον
forestr. σύνολον πρέμνων; κορμοτεμάχιο βάσεως